- τριβολεκτράπελος
- τρῐβολεκτράπελος [pron. full] [ᾰ], ον; τριβολεκτράπελα στωμύλλειν dealA in coarse rude jests, Ar.Nu.1003 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριβολεκτράπελος — ον, Α φρ. «τριβολεκτράπελα στωμύλλω» βγάζω από το στόμα μου χυδαίους ή βάναυσους αστεϊσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβολος «είδος φυτού, ζιζάνιο» + ἐκτράπελος «παράδοξος, τερατώδης»] … Dictionary of Greek
τριβολεκτράπελα — τριβολεκτράπελος in coarse rude jests neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβολεκτράπελ' — τριβολεκτράπελα , τριβολεκτράπελος in coarse rude jests neut nom/voc/acc pl τριβολεκτράπελε , τριβολεκτράπελος in coarse rude jests masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)